πιεζόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πιεζόμετρο | τα | πιεζόμετρα |
| γενική | του | πιεζόμετρου & πιεζομέτρου |
των | πιεζόμετρων & πιεζομέτρων |
| αιτιατική | το | πιεζόμετρο | τα | πιεζόμετρα |
| κλητική | πιεζόμετρο | πιεζόμετρα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πιεζόμετρο (μαρτυρείται από το 1886)[1] < πιεζο- + -μετρο (λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική piezometer ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική piézomètre)
Ουσιαστικό
πιεζόμετρο ουδέτερο
- (φυσική) όργανο για τη μέτρηση της δυνατότητας συμπίεσης υγρών ή αερίων
- (φυσική) όργανο μέτρησης της υδροστατικής στάθμης
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις πιεζομετρία, πιέζω και μέτρο
Αναφορές
- σελ. 805, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- πιεζόμετρο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.