πιεσόμετρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιεσόμετρο τα πιεσόμετρα
      γενική του πιεσόμετρου
& πιεσομέτρου
των πιεσόμετρων
& πιεσομέτρων
    αιτιατική το πιεσόμετρο τα πιεσόμετρα
     κλητική πιεσόμετρο πιεσόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πιεσόμετρο < πίεση + -ο- + μέτρο (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική tensiomètre)

Ουσιαστικό

πιεσόμετρο ουδέτερο

  1. (ιατρική) το όργανο με το οποίο κάποιος μετρά την αρτηριακή πίεση
      Η πόρτα άνοιξε και μια ξανθιά νοσοκόμα μπήκε κρατώντας το πιεσόμετρο κι ένα πλαστικό ποτήρι. (Αντώνης Σουρούνης (1985) Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι [μυθιστόρημα])
     συνώνυμα: το σφυγμομανόμετρο
  2. το όργανο μέτρησης της πίεσης ενός υγρού ή αερίου
     συνώνυμα: το μανόμετρο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.