υδροστατική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδροστατική οι υδροστατικές
      γενική της υδροστατικής των υδροστατικών
    αιτιατική την υδροστατική τις υδροστατικές
     κλητική υδροστατική υδροστατικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υδροστατική < (λόγιο δάνειο) γαλλική hydrostatique[1] < hydro- (< αρχαία ελληνική ὑδρο-) + statique (<στατική)

Ουσιαστικό

υδροστατική θηλυκό

  • (φυσική) κλάδος της μηχανικής των υγρών που μελετά τις ιδιότητες των υγρών που δεν βρίσκονται σε κίνηση καθώς και τους φυσικούς νόμους που περιγράφουν αυτές τις ιδιότητες

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.