πιατικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιατικό τα πιατικά
      γενική του πιατικού των πιατικών
    αιτιατική το πιατικό τα πιατικά
     κλητική πιατικό πιατικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πιατικό < πιάτο + -ικό

Προφορά

ΔΦΑ : /pça.tiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πιατικό

Ουσιαστικό

πιατικό ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.