πιατικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | πιατικά | ||
| γενική | των | πιατικών | ||
| αιτιατική | τα | πιατικά | ||
| κλητική | πιατικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πιατικά < πληθυντικός αριθμός του πιατικό
Προφορά
- ΔΦΑ : /pça.tiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πια‐τι‐κά
Ουσιαστικό
πιατικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (σπάνια απαντά και ο ενικός πιατικό)
- το σύνολο των πιάτων και (γενικότερα) των σκευών που χρησιμοποιούνται για να σερβιριστεί το φαγητό
Μεταφράσεις
Πηγές
- πιατικό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πιατικά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πιατικά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.