πετρελαιοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πετρελαιοφόρος | η | πετρελαιοφόρα | το | πετρελαιοφόρο |
| γενική | του | πετρελαιοφόρου | της | πετρελαιοφόρας | του | πετρελαιοφόρου |
| αιτιατική | τον | πετρελαιοφόρο | την | πετρελαιοφόρα | το | πετρελαιοφόρο |
| κλητική | πετρελαιοφόρε | πετρελαιοφόρα | πετρελαιοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πετρελαιοφόροι | οι | πετρελαιοφόρες | τα | πετρελαιοφόρα |
| γενική | των | πετρελαιοφόρων | των | πετρελαιοφόρων | των | πετρελαιοφόρων |
| αιτιατική | τους | πετρελαιοφόρους | τις | πετρελαιοφόρες | τα | πετρελαιοφόρα |
| κλητική | πετρελαιοφόροι | πετρελαιοφόρες | πετρελαιοφόρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πετρελαιοφόρος < πετρέλαι(ο) + -ο- + -φόρος (1. μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pétrolier. 2. μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pétrolifère)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.tɾe.le.oˈfo.ɾos/
Επίθετο
πετρελαιοφόρος, -α / -ος, -ο
Συγγενικά
- πετρελαιοφόρο
- → δείτε τις λέξεις πετρέλαιο, πέτρα, έλαιο και φέρω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.