πετρελαιοφόρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πετρελαιοφόρο | τα | πετρελαιοφόρα |
| γενική | του | πετρελαιοφόρου | των | πετρελαιοφόρων |
| αιτιατική | το | πετρελαιοφόρο | τα | πετρελαιοφόρα |
| κλητική | πετρελαιοφόρο | πετρελαιοφόρα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
πετρελαιοφόρο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
_01.jpg.webp)