πετρελαιοφόρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πετρελαιοφόρο τα πετρελαιοφόρα
      γενική του πετρελαιοφόρου των πετρελαιοφόρων
    αιτιατική το πετρελαιοφόρο τα πετρελαιοφόρα
     κλητική πετρελαιοφόρο πετρελαιοφόρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πετρελαιοφόρο < ουδέτερο του πετρελαιοφόρος
Πετρελαιοφόρο στον Βόσπορο.

Ουσιαστικό

πετρελαιοφόρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.