δεξαμενόπλοιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δεξαμενόπλοιο | τα | δεξαμενόπλοια |
| γενική | του | δεξαμενόπλοιου | των | δεξαμενόπλοιων |
| αιτιατική | το | δεξαμενόπλοιο | τα | δεξαμενόπλοια |
| κλητική | δεξαμενόπλοιο | δεξαμενόπλοια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δεξαμενόπλοιο ουδέτερο
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
-4810.jpg.webp)