πεταμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεταμένος η πεταμένη το πεταμένο
      γενική του πεταμένου της πεταμένης του πεταμένου
    αιτιατική τον πεταμένο την πεταμένη το πεταμένο
     κλητική πεταμένε πεταμένη πεταμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεταμένοι οι πεταμένες τα πεταμένα
      γενική των πεταμένων των πεταμένων των πεταμένων
    αιτιατική τους πεταμένους τις πεταμένες τα πεταμένα
     κλητική πεταμένοι πεταμένες πεταμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πεταμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πετώ, πετιέμαι

Μετοχή

πεταμένος, -η, -ο

  1. που τον έχουν πετάξει (σαν κάτι άχρηστο)
    βρέθηκε πεταμένος στο δρόμο
  2. (μεταφορικά) που έχει ξοδευτεί χωρίς αντίκρισμα
    πεταμένα λεφτά


Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.