jeté

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

jeté < jeter

Προφορά

ΔΦΑ : /ʒ(ə)te/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
jeté jetés

jeté (fr) αρσενικό

  1. (άρση βαρών) το ζετέ
  2. (χορογραφία) πήδημα κατά το οποίο ο χορευτής ή η χορεύτρια φεύγει από το έδαφος με το ένα πόδι και ξανακουμπά το έδαφος με το άλλο
  3. (πλεκτό) κλωστή που περνά ανάμεσα σε δύο θηλιές
  4. το σεμεδάκι

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό jeté jetés
θηλυκό jetée jetées

jeté (fr)

Ρηματικός τύπος

jeté (fr)

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.