περπατούρα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

περπατούρα < λείπει η ετυμολογία
περπατούρα μωρού

Ουσιαστικό

περπατούρα θηλυκό

  1. είδος οχήματος για μωρό που δεν ξέρει ακόμα να περπατά, στράτα
  2. βοήθημα βάδισης για άτομα με κινητικά προβλήματα
     δείτε τη λέξη πι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.