περπατημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περπατημένος | η | περπατημένη | το | περπατημένο |
| γενική | του | περπατημένου | της | περπατημένης | του | περπατημένου |
| αιτιατική | τον | περπατημένο | την | περπατημένη | το | περπατημένο |
| κλητική | περπατημένε | περπατημένη | περπατημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περπατημένοι | οι | περπατημένες | τα | περπατημένα |
| γενική | των | περπατημένων | των | περπατημένων | των | περπατημένων |
| αιτιατική | τους | περπατημένους | τις | περπατημένες | τα | περπατημένα |
| κλητική | περπατημένοι | περπατημένες | περπατημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- περπατημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περπατώ
Μεταφράσεις
περπατημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.