περπατώντας
Νέα ελληνικά (el)
Μετοχή
περπατώντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος περπατάω / περπατώ
- ↪ Περπατώντας στην Αριστοτέλους, είδαμε τον Κώστα με την...
- ↪ Δεν θα φτάσεις περπατώντας στη Θεσσαλονίκη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.