περονοφόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περονοφόρος η περονοφόρος
& περονοφόρα
το περονοφόρο
      γενική του περονοφόρου της περονοφόρου
& περονοφόρας
του περονοφόρου
    αιτιατική τον περονοφόρο την περονοφόρο
& περονοφόρα
το περονοφόρο
     κλητική περονοφόρε περονοφόρε
& περονοφόρα
περονοφόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περονοφόροι οι περονοφόροι
& περονοφόρες
τα περονοφόρα
      γενική των περονοφόρων των περονοφόρων των περονοφόρων
    αιτιατική τους περονοφόρους τις περονοφόρους
& περονοφόρες
τα περονοφόρα
     κλητική περονοφόροι περονοφόροι
& περονοφόρες
περονοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

περονοφόρος < περόν(η) + -ο- + -φόρος

Επίθετο

περονοφόρος, -ος/-α, -ο

  1. που φέρει περόνες
  2. ουσιαστικοποιημένο: το περονοφόρο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.