παλέτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλέτα οι παλέτες
      γενική της παλέτας των παλετών
    αιτιατική την παλέτα τις παλέτες
     κλητική παλέτα παλέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
διάφορα χρώματα και ένα πινέλο επάνω σε παλέτα (1) ζωγραφικής
ξύλινες παλέτες (2)

Ετυμολογία

παλέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική palette < παλαιά γαλλική palete < pale < λατινική palidus < palleo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pel- (γκρι)

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈle.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παλέτα

Ουσιαστικό

παλέτα θηλυκό

  1. εργαλείο ζωγράφου που αποτελείται από μία επιφάνεια, συνήθως σχήματος ωοειδούς, με τρύπα στην οποία περνιέται ο αντίχειρας και στην οποία ο ζωγράφος τοποθετεί διάφορα χρώματα για να τα χρησιμοποιεί εύκολα όταν ζωγραφίζει
  2. βάση για τοποθέτηση αντικειμένων η οποία έχει κενό από κάτω ώστε να μπορούν να τοποθετηθούν τα πηρούνια ανάλογου μηχανήματος για να μετακινείται
  3. (κατ’ επέκταση) ποσότητα υλικού που μπορεί να τοποθετηθεί σε μία παλέτα (2)
  4. (πληροφορική) ομάδα χρωμάτων τα οποία χρησιμοποιούνται σε μία εικόνα

Σύνθετα

Πολυλεκτικοί όροι

  • παλέτα χρωμάτων
  • χρωματική παλέτα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.