περιστατικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιστατικός η περιστατική το περιστατικό
      γενική του περιστατικού της περιστατικής του περιστατικού
    αιτιατική τον περιστατικό την περιστατική το περιστατικό
     κλητική περιστατικέ περιστατική περιστατικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιστατικοί οι περιστατικές τα περιστατικά
      γενική των περιστατικών των περιστατικών των περιστατικών
    αιτιατική τους περιστατικούς τις περιστατικές τα περιστατικά
     κλητική περιστατικοί περιστατικές περιστατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

περιστατικός < ελληνιστική κοινή περιστατικός < αρχαία ελληνική περιίστημι < περί + ἵστημι

Επίθετο

περιστατικός

  1. (σπάνιο) που χρησιμεύει ή γίνεται σε εξαιρετικές περιστάσεις
  2. (ουσιαστικοποιημένο) περιστατικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.