εμβάθυνση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμβάθυνση οι εμβαθύνσεις
      γενική της εμβάθυνσης* των εμβαθύνσεων
    αιτιατική την εμβάθυνση τις εμβαθύνσεις
     κλητική εμβάθυνση εμβαθύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμβαθύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμβάθυνση < εμβαθύνω + -ση

Ουσιαστικό

εμβάθυνση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.