περισπέρμιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περισπέρμιο τα περισπέρμια
      γενική του περισπερμίου
& περισπέρμιου
των περισπερμίων
    αιτιατική το περισπέρμιο τα περισπέρμια
     κλητική περισπέρμιο περισπέρμια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περισπέρμιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική périsperme[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική perisperm[1] < αρχαία ελληνική περί + σπέρμα < σπείρω

Ουσιαστικό

περισπέρμιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

  1. περισπέρμιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.