ενδοσπέρμιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ενδοσπέρμιο τα ενδοσπέρμια
      γενική του ενδοσπερμίου
& ενδοσπέρμιου
των ενδοσπερμίων
    αιτιατική το ενδοσπέρμιο τα ενδοσπέρμια
     κλητική ενδοσπέρμιο ενδοσπέρμια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενδοσπέρμιο < ενδο- + σπέρμα

Ουσιαστικό

ενδοσπέρμιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.