περιοριστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιοριστικός η περιοριστική το περιοριστικό
      γενική του περιοριστικού της περιοριστικής του περιοριστικού
    αιτιατική τον περιοριστικό την περιοριστική το περιοριστικό
     κλητική περιοριστικέ περιοριστική περιοριστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιοριστικοί οι περιοριστικές τα περιοριστικά
      γενική των περιοριστικών των περιοριστικών των περιοριστικών
    αιτιατική τους περιοριστικούς τις περιοριστικές τα περιοριστικά
     κλητική περιοριστικοί περιοριστικές περιοριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

περιοριστικός < ελληνιστική κοινή περιοριστικός < περιορίζω < περί + αρχαία ελληνική ὁρίζω < ὅρος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική limitatif[1] [2])

Επίθετο

περιοριστικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. περιοριστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. περιοριστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.