περιοριστικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
περιοριστικά
<
περιοριστικός
+
-ά
Επίρρημα
περιοριστικά
κατά
τρόπο
περιοριστικό
,
περιορίζοντας
περιοριστικώς
Μεταφράσεις
περιοριστικά
γαλλικά
:
limitativement
(fr)
,
restrictivement
(fr)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
περιοριστικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
περιοριστικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.