περιαυτολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η περιαυτολόγος το περιαυτολόγο
      γενική του/της περιαυτολόγου του περιαυτολόγου
    αιτιατική τον/την περιαυτολόγο το περιαυτολόγο
     κλητική περιαυτολόγε περιαυτολόγο
 πτώσεις   πληθυντικός  
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιαυτολόγοι τα περιαυτολόγα
      γενική των περιαυτολόγων των περιαυτολόγων
    αιτιατική τους/τις περιαυτολόγους τα περιαυτολόγα
     κλητική περιαυτολόγοι περιαυτολόγα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

περιαυτολόγος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική περιαυτολόγος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε περι- + αυτο- + -λόγος.

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.ɾi.a.ftoˈlo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περιαυτολόγος

Επίθετο

περιαυτολόγος, -ος, -ο [3]

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. s.v. περιαυτολογώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. περιαυτολόγος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
  3. s.v. περιαυτολογώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

περιαυτολόγος < ελληνιστική κοινή περιαυτολογ(ῶ) (περιαυτολογέω) + -ος < περι- + αὐτολογέω < αὐτολόγος / αὐτόλογος < αρχαία ελληνική αὐτο- + -λόγος (λέγω)

Επίθετο

περιαυτολόγος

  • (σε σχόλια αρχαίων κειμένων) περιαυτολόγος
    χρειάζεται παράθεμα Ευστάθιος, Σχόλια στον Πίνδαρο, 19,14. Opuscula, 8,53.
      12ος αιώνας - Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Prooemium commentariorum Pindaricorum, 22, @archive.org
    Συχναί δέ καί ἀποστροφαί παρά Πινδάρῳ ἃς καί Ὃμηρος ἐν Ἰλιάδι φιλεῖ ἔτι δὲ καί στροφαὶ ἐννοιῶν, ὃ καί ποικιλίαν παραποιητικήν ἐν αὐτῷ ἐργάζεται. Εὓρηται δέ καί περιαυτολόγος ἐν πολλοῖς φιλοτιμότερον καί σκωπτικός δέ τῶν ἀντιτέχνων ὁμοίῳ λόγῳ καί ἀμφίγλωσσος δέ ἐν οὐκ ὀλίγοις
    Bibliotheca scriptorum Graecorum et Romanorum Teubneriana, A.B. Drachmann, Scholia Vetera in Pindari Carmina, Vol. 3, Stuttgart 1997, σελ. 295

Συγγενικά

  • αὐτολογία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.