αὐτο-

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

αὐτο- < αντωνυμία αὐτ(ός) + -ο-

Πρόθημα

αὐτο-, αὐτό-, αὐτ- αὔτ- και αὐθ-

  1. για να δηλωθεί η αυτοπάθεια
    αὐτογνώμων (που ενεργεί με τη δικη του θέληση, κατά την κρίση του)
    αὐτοδαής (ο αυτοδίδακτος, που διδάχτηκε με τις δικές του δυνάμεις)
    αὐθαίρετος
    αὐτουργός, αὐτονομέομαι
  2. για να δηλωθεί η αμεσότητα και το κοντινό
    αὐτοσχεδόν (επίρρημα, χέρι με χέρι, σώμα με σώμα)
    αὐτόθεν (από αυτό εδώ το μέρος)
  3. για να δηλωθεί το ολοκληρωτικό
    αὔτανδρος
    αὐτόξυλος (ολόκληρος από ξύλο)
    αὐτόδορος με τη δορά, το τομάρι του, δηλαδή άγδαρτος
    αὐτόκλαδος (με τα κλαδιά του)

Σύνθετα

  • αὐτο- ή αὐτό-
    Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα αὐτο- στο Βικιλεξικό
    Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα αὐτό- στο Βικιλεξικό
  • αὐτ- ή αὔτ- πριν από φωνήεν χωρίς δασεία
    Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα αὐτ- στο Βικιλεξικό
    Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα αὔτ- στο Βικιλεξικό
  • αὐθ- πριν από φωνήεν που δασύνεται
    Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα αὐθ- στο Βικιλεξικό
  • Λέξεις αὐτο- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.