περιαυτολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιαυτολογία οι περιαυτολογίες
      γενική της περιαυτολογίας των περιαυτολογιών
    αιτιατική την περιαυτολογία τις περιαυτολογίες
     κλητική περιαυτολογία περιαυτολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περιαυτολογία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιαυτολογία < περιαυτολογῶ < περί + αὐτολόγος / αὐτόλογος < αρχαία ελληνική αὐτός + λέγω. Συγχρονικά αναλύεται σε περι- + αυτο- + -λογία.

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.ɾi.a.fto.lo.ˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περιαυτολογία

Ουσιαστικό

περιαυτολογία θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περιαυτολογί αἱ περιαυτολογίαι
      γενική τῆς περιαυτολογίᾱς τῶν περιαυτολογιῶν
      δοτική τῇ περιαυτολογί ταῖς περιαυτολογίαις
    αιτιατική τὴν περιαυτολογίᾱν τὰς περιαυτολογίᾱς
     κλητική ! περιαυτολογί περιαυτολογίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περιαυτολογί
γεν-δοτ τοῖν  περιαυτολογίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περιαυτολογία < περιαυτολογ(ῶ) / περιαυτολογ(έω) + -ία. Μορφολογικά αναλύεται σε περι- + αὐτο- + -λογία

Ουσιαστικό

περιαυτολογία θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.