περιαυτολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | περιαυτολογία | οι | περιαυτολογίες |
| γενική | της | περιαυτολογίας | των | περιαυτολογιών |
| αιτιατική | την | περιαυτολογία | τις | περιαυτολογίες |
| κλητική | περιαυτολογία | περιαυτολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περιαυτολογία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιαυτολογία < περιαυτολογῶ < περί + αὐτολόγος / αὐτόλογος < αρχαία ελληνική αὐτός + λέγω. Συγχρονικά αναλύεται σε περι- + αυτο- + -λογία.
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ɾi.a.fto.lo.ˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐αυ‐το‐λο‐γί‐α
Μεταφράσεις
περιαυτολογία
|
|
Πηγές
- περιαυτολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- περιαυτολογία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | περιαυτολογίᾱ | αἱ | περιαυτολογίαι | ||||
| γενική | τῆς | περιαυτολογίᾱς | τῶν | περιαυτολογιῶν | ||||
| δοτική | τῇ | περιαυτολογίᾳ | ταῖς | περιαυτολογίαις | ||||
| αιτιατική | τὴν | περιαυτολογίᾱν | τὰς | περιαυτολογίᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | περιαυτολογίᾱ | περιαυτολογίαι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περιαυτολογίᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | περιαυτολογίαιν | ||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- περιαυτολογία < περιαυτολογ(ῶ) / περιαυτολογ(έω) + -ία. Μορφολογικά αναλύεται σε περι- + αὐτο- + -λογία
Πηγές
- περιαυτολογία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- s.v. περιαυτολογώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.