περιαυτολογῶ

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

περιαυτολογῶ (συνηρημένη μορφή του περιαυτολογέω) < περι- + αὐτο- + -λογῶ [1] Δείτε και αὐτολογέω / αὐτολογῶ

Ρήμα

περιαυτολογῶ

Ρηματικοί τύποι

Μαρτυρούνται: @scaife.perseus

  • περιαυτολογείν (απαρέμφατο, Σούδα, 4.ΙΙ.125
  • περιαυτολογών (μετοχή)
    • περιαυτολογοῦσα ( Άννα Κομνηνή)

Παράγωγα

επίσης:

Αναφορές

  1. περιαυτολογώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.