πενθήμερο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πενθήμερο τα πενθήμερα
      γενική του πενθήμερου
& πενθημέρου
των πενθήμερων
& πενθημέρων
    αιτιατική το πενθήμερο τα πενθήμερα
     κλητική πενθήμερο πενθήμερα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πενθήμερο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πενθήμερον & (ελληνιστική κοινή) πενθημερία (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Προφορά

ΔΦΑ : /penˈθi.me.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πενθήμερο

Ουσιαστικό

πενθήμερο ουδέτερο

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις πέντε και ημέρα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.