πενθημερία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πενθημερία | οι | πενθημερίες |
| γενική | της | πενθημερίας | των | πενθημεριών |
| αιτιατική | την | πενθημερία | τις | πενθημερίες |
| κλητική | πενθημερία | πενθημερίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πενθημερία < ελληνιστική κοινή πενθημερία < αρχαία ελληνική πέντε + ἡμέρα
Ουσιαστικό
πενθημερία θηλυκό
Μεταφράσεις
πενθημερία
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πενθημερίᾱ | αἱ | πενθημερίαι | ||||
| γενική | τῆς | πενθημερίᾱς | τῶν | πενθημεριῶν | ||||
| δοτική | τῇ | πενθημερίᾳ | ταῖς | πενθημερίαις | ||||
| αιτιατική | τὴν | πενθημερίᾱν | τὰς | πενθημερίᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | πενθημερίᾱ | πενθημερίαι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πενθημερίᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | πενθημερίαιν | ||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- (καθαρεύουσα) πενθημερία: το πενθήμερο
Πηγές
- πενθημερία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.