πεζικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πεζικός | η | πεζική | το | πεζικό |
| γενική | του | πεζικού | της | πεζικής | του | πεζικού |
| αιτιατική | τον | πεζικό | την | πεζική | το | πεζικό |
| κλητική | πεζικέ | πεζική | πεζικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πεζικοί | οι | πεζικές | τα | πεζικά |
| γενική | των | πεζικών | των | πεζικών | των | πεζικών |
| αιτιατική | τους | πεζικούς | τις | πεζικές | τα | πεζικά |
| κλητική | πεζικοί | πεζικές | πεζικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πεζικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πεζικός < πεζ(ός) + -ικός < → δείτε τη λέξη πούς
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ziˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ζι‐κός
Επίθετο
πεζικός, -ή, -ό
- (στρατιωτικός όρος) (για στρατιωτικό σώμα) που αποτελείται από πεζικάριους, από στρατιώτες που πολεμούν πεζοί
- (ουσιαστικοποιημένο) πεζικό
Συγγενικά
- πεζικάριος
- → δείτε τις λέξεις πεζός και πόδι
Μεταφράσεις
πεζικός
|
|
Πηγές
- πεζικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πεζικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πεζικός | ἡ | πεζική | τὸ | πεζικόν |
| γενική | τοῦ | πεζικοῦ | τῆς | πεζικῆς | τοῦ | πεζικοῦ |
| δοτική | τῷ | πεζικῷ | τῇ | πεζικῇ | τῷ | πεζικῷ |
| αιτιατική | τὸν | πεζικόν | τὴν | πεζικήν | τὸ | πεζικόν |
| κλητική ὦ! | πεζικέ | πεζική | πεζικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | πεζικοί | αἱ | πεζικαί | τὰ | πεζικᾰ́ |
| γενική | τῶν | πεζικῶν | τῶν | πεζικῶν | τῶν | πεζικῶν |
| δοτική | τοῖς | πεζικοῖς | ταῖς | πεζικαῖς | τοῖς | πεζικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | πεζικούς | τὰς | πεζικᾱ́ς | τὰ | πεζικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | πεζικοί | πεζικαί | πεζικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πεζικώ | τὼ | πεζικᾱ́ | τὼ | πεζικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | πεζικοῖν | τοῖν | πεζικαῖν | τοῖν | πεζικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- πεζικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πεζικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.