παχυντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παχυντικός | η | παχυντική | το | παχυντικό |
| γενική | του | παχυντικού | της | παχυντικής | του | παχυντικού |
| αιτιατική | τον | παχυντικό | την | παχυντική | το | παχυντικό |
| κλητική | παχυντικέ | παχυντική | παχυντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παχυντικοί | οι | παχυντικές | τα | παχυντικά |
| γενική | των | παχυντικών | των | παχυντικών | των | παχυντικών |
| αιτιατική | τους | παχυντικούς | τις | παχυντικές | τα | παχυντικά |
| κλητική | παχυντικοί | παχυντικές | παχυντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παχυντικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παχυντικός < αρχαία ελληνική παχύνω < παχύς
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.çin.diˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐χυ‐ντι‐κός
Επίθετο
παχυντικός, -ή, -ό
Αντώνυμα
Νέα ελληνικά (el)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| πᾰχυντικ- | |||||||
| ονομαστική | ὁ | παχυντικός | ἡ | παχυντική | τὸ | παχυντικόν | |
| γενική | τοῦ | παχυντικοῦ | τῆς | παχυντικῆς | τοῦ | παχυντικοῦ | |
| δοτική | τῷ | παχυντικῷ | τῇ | παχυντικῇ | τῷ | παχυντικῷ | |
| αιτιατική | τὸν | παχυντικόν | τὴν | παχυντικήν | τὸ | παχυντικόν | |
| κλητική ὦ! | παχυντικέ | παχυντική | παχυντικόν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
| ονομαστική | οἱ | παχυντικοί | αἱ | παχυντικαί | τὰ | παχυντικᾰ́ | |
| γενική | τῶν | παχυντικῶν | τῶν | παχυντικῶν | τῶν | παχυντικῶν | |
| δοτική | τοῖς | παχυντικοῖς | ταῖς | παχυντικαῖς | τοῖς | παχυντικοῖς | |
| αιτιατική | τοὺς | παχυντικούς | τὰς | παχυντικᾱ́ς | τὰ | παχυντικᾰ́ | |
| κλητική ὦ! | παχυντικοί | παχυντικαί | παχυντικᾰ́ | ||||
| δυϊκός | |||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παχυντικώ | τὼ | παχυντικᾱ́ | τὼ | παχυντικώ | |
| γεν-δοτ | τοῖν | παχυντικοῖν | τοῖν | παχυντικαῖν | τοῖν | παχυντικοῖν | |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | |||||||
Ετυμολογία
- παχυντικός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παχύνω < παχύς
Πηγές
- παχυντικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.