παχύνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παχύνω < αρχαία ελληνική παχύνω < παχύς

Ρήμα

παχύνω

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Ρηματικός τύπος

παχύνω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παχαίνω
  2. θα παχαίνω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παχαίνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.