αντιπαχυντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιπαχυντικός | η | αντιπαχυντική | το | αντιπαχυντικό |
| γενική | του | αντιπαχυντικού | της | αντιπαχυντικής | του | αντιπαχυντικού |
| αιτιατική | τον | αντιπαχυντικό | την | αντιπαχυντική | το | αντιπαχυντικό |
| κλητική | αντιπαχυντικέ | αντιπαχυντική | αντιπαχυντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιπαχυντικοί | οι | αντιπαχυντικές | τα | αντιπαχυντικά |
| γενική | των | αντιπαχυντικών | των | αντιπαχυντικών | των | αντιπαχυντικών |
| αιτιατική | τους | αντιπαχυντικούς | τις | αντιπαχυντικές | τα | αντιπαχυντικά |
| κλητική | αντιπαχυντικοί | αντιπαχυντικές | αντιπαχυντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντιπαχυντικός < αντι- + παχυντικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική non-fattening[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.di.pa.çin.diˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐πα‐χυ‐ντι‐κός
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αντιπαχυντικά
- → δείτε τις λέξεις παχύνω και παχύς
Μεταφράσεις
- αντιπαχυντικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.