αντιπαχυντικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιπαχυντικός η αντιπαχυντική το αντιπαχυντικό
      γενική του αντιπαχυντικού της αντιπαχυντικής του αντιπαχυντικού
    αιτιατική τον αντιπαχυντικό την αντιπαχυντική το αντιπαχυντικό
     κλητική αντιπαχυντικέ αντιπαχυντική αντιπαχυντικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιπαχυντικοί οι αντιπαχυντικές τα αντιπαχυντικά
      γενική των αντιπαχυντικών των αντιπαχυντικών των αντιπαχυντικών
    αιτιατική τους αντιπαχυντικούς τις αντιπαχυντικές τα αντιπαχυντικά
     κλητική αντιπαχυντικοί αντιπαχυντικές αντιπαχυντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντιπαχυντικός < αντι- + παχυντικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική non-fattening[1])

Προφορά

ΔΦΑ : /an.di.pa.çin.diˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντιπαχυντικός

Επίθετο

αντιπαχυντικός

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.