παυσίπονος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παυσίπονος η παυσίπονη το παυσίπονο
      γενική του παυσίπονου της παυσίπονης του παυσίπονου
    αιτιατική τον παυσίπονο την παυσίπονη το παυσίπονο
     κλητική παυσίπονε παυσίπονη παυσίπονο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παυσίπονοι οι παυσίπονες τα παυσίπονα
      γενική των παυσίπονων των παυσίπονων των παυσίπονων
    αιτιατική τους παυσίπονους τις παυσίπονες τα παυσίπονα
     κλητική παυσίπονοι παυσίπονες παυσίπονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παυσίπονος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παυσίπονος < παυσί- + -πονος

Προφορά

ΔΦΑ : /pafˈsi.po.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παυσίπονος

Επίθετο

παυσίπονος, -η, -ο

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις παύω και πόνος

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / παυσίπονος τὸ παυσίπονον
      γενική τοῦ/τῆς παυσιπόνου τοῦ παυσιπόνου
      δοτική τῷ/τῇ παυσιπόν τῷ παυσιπόν
    αιτιατική τὸν/τὴν παυσίπονον τὸ παυσίπονον
     κλητική ! παυσίπονε παυσίπονον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ παυσίπονοι τὰ παυσίπον
      γενική τῶν παυσιπόνων τῶν παυσιπόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς παυσιπόνοις τοῖς παυσιπόνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς παυσιπόνους τὰ παυσίπον
     κλητική ! παυσίπονοι παυσίπον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παυσιπόνω τὼ παυσιπόνω
      γεν-δοτ τοῖν παυσιπόνοιν τοῖν παυσιπόνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παυσίπονος < παυσί- + -πονος

Επίθετο

παυσίπονος, -ος, -ον

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.