παυσίπονος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παυσίπονος | η | παυσίπονη | το | παυσίπονο |
| γενική | του | παυσίπονου | της | παυσίπονης | του | παυσίπονου |
| αιτιατική | τον | παυσίπονο | την | παυσίπονη | το | παυσίπονο |
| κλητική | παυσίπονε | παυσίπονη | παυσίπονο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παυσίπονοι | οι | παυσίπονες | τα | παυσίπονα |
| γενική | των | παυσίπονων | των | παυσίπονων | των | παυσίπονων |
| αιτιατική | τους | παυσίπονους | τις | παυσίπονες | τα | παυσίπονα |
| κλητική | παυσίπονοι | παυσίπονες | παυσίπονα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παυσίπονος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παυσίπονος < παυσί- + -πονος
Προφορά
- ΔΦΑ : /pafˈsi.po.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παυ‐σί‐πο‐νος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
παυσίπονος
Πηγές
- παυσίπονος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | παυσίπονος | τὸ | παυσίπονον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | παυσιπόνου | τοῦ | παυσιπόνου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | παυσιπόνῳ | τῷ | παυσιπόνῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | παυσίπονον | τὸ | παυσίπονον | ||
| κλητική ὦ! | παυσίπονε | παυσίπονον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | παυσίπονοι | τὰ | παυσίπονᾰ | ||
| γενική | τῶν | παυσιπόνων | τῶν | παυσιπόνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | παυσιπόνοις | τοῖς | παυσιπόνοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | παυσιπόνους | τὰ | παυσίπονᾰ | ||
| κλητική ὦ! | παυσίπονοι | παυσίπονᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παυσιπόνω | τὼ | παυσιπόνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | παυσιπόνοιν | τοῖν | παυσιπόνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παυσίπονος < παυσί- + -πονος
Πηγές
- παυσίπονος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παυσίπονος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.