πατροπαράδοτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πατροπαράδοτος η πατροπαράδοτη το πατροπαράδοτο
      γενική του πατροπαράδοτου της πατροπαράδοτης του πατροπαράδοτου
    αιτιατική τον πατροπαράδοτο την πατροπαράδοτη το πατροπαράδοτο
     κλητική πατροπαράδοτε πατροπαράδοτη πατροπαράδοτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πατροπαράδοτοι οι πατροπαράδοτες τα πατροπαράδοτα
      γενική των πατροπαράδοτων των πατροπαράδοτων των πατροπαράδοτων
    αιτιατική τους πατροπαράδοτους τις πατροπαράδοτες τα πατροπαράδοτα
     κλητική πατροπαράδοτοι πατροπαράδοτες πατροπαράδοτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πατροπαράδοτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πατροπαράδοτος[1] < πατρο- + παραδίδωμι + -τος (βλέπε και παραδοτός)

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.tɾo.paˈɾa.ðo.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πατροπαράδοτος

Επίθετο

πατροπαράδοτος, -η, -ο

  1. που μας έχει παραδοθεί, κληροδοτηθεί από τους προγόνους μας, που αποτελεί παραδοσιακό γνώρισμα ενός λαού
    η πατροπαράδοτη ελληνική φιλοξενία

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.