πατροπαράδοτου

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πατροπαράδοτου

  1. γενική ενικού του πατροπαράδοτος
  2. γενική ενικού του πατροπαράδοτο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.