πατροπαράδοτων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πατροπαράδοτων

  1. γενική πληθυντικού του πατροπαράδοτος
  2. γενική πληθυντικού του πατροπαράδοτη
  3. γενική πληθυντικού του πατροπαράδοτο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.