πληβείος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πληβείος | οι | πληβείοι |
| γενική | του | πληβείου | των | πληβείων |
| αιτιατική | τον | πληβείο | τους | πληβείους |
| κλητική | πληβείε | πληβείοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πληβείος < ελληνιστική κοινή πληβεῖος < λατινική plebeius < plebs / plebes
Ουσιαστικό
πληβείος αρσενικό (θηλυκό πληβεία)
- (ιστορία, αρχαία Ρώμη) πολίτης της κατώτερης κοινωνικής τάξης
- (κατ’ επέκταση) άτομο των κατώτερων κοινωνικών τάξεων
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.