δεκανίκι
Νέα ελληνικά (el)
.png.webp)
δεκανίκια
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δεκανίκι | τα | δεκανίκια |
| γενική | του | δεκανικιού | των | δεκανικιών |
| αιτιατική | το | δεκανίκι | τα | δεκανίκια |
| κλητική | δεκανίκι | δεκανίκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δεκανίκι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
δεκανίκι ουδέτερο
- ψηλή ράβδος με κάθετο στέλεχος που στερεώνεται κάτω από τη μασχάλη· χρησιμοποιείται από άτομα με κατάγματα ή άλλες κακώσεις στα πόδια
- (μεταφορικά) (με απαρέσκεια) οτιδήποτε χρησιμεύει ως στήριγμα σε κάποιον ή κάτι που δεν μπορεί να σταθεί με τις δικές του δυνάμεις
- είναι καιρός να γίνεις ανεξάρτητος οικονομικά και να πάψεις να στηρίζεσαι στα δεκανίκια του πατέρα σου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.