δεκανίκι

Νέα ελληνικά (el)

δεκανίκια
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δεκανίκι τα δεκανίκια
      γενική του δεκανικιού των δεκανικιών
    αιτιατική το δεκανίκι τα δεκανίκια
     κλητική δεκανίκι δεκανίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δεκανίκι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

δεκανίκι ουδέτερο

  1. ψηλή ράβδος με κάθετο στέλεχος που στερεώνεται κάτω από τη μασχάλη· χρησιμοποιείται από άτομα με κατάγματα ή άλλες κακώσεις στα πόδια
     συνώνυμα: πατερίτσα
  2. (μεταφορικά) (με απαρέσκεια) οτιδήποτε χρησιμεύει ως στήριγμα σε κάποιον ή κάτι που δεν μπορεί να σταθεί με τις δικές του δυνάμεις
    είναι καιρός να γίνεις ανεξάρτητος οικονομικά και να πάψεις να στηρίζεσαι στα δεκανίκια του πατέρα σου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.