ζύγαινα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζύγαινα οι ζύγαινες
      γενική της ζύγαινας των ζυγαινών
    αιτιατική τη ζύγαινα τις ζύγαινες
     κλητική ζύγαινα ζύγαινες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Sphyrna zygaena
Zygaena ephialtes

Ετυμολογία

ζύγαινα < αρχαία ελληνική ζύγαινα[1] [2]
(εντομολογικός όρος) < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική zygène[2]

Ουσιαστικό

ζύγαινα θηλυκό

  1. (ιχθυολογία) είδος καρχαρία των τροπικών
     συνώνυμα: πατερίτσα
  2. (εντομολογία) είδος πεταλούδας

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ζύγαινα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ζύγαινα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.