ποιμαντορικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποιμαντορικός η ποιμαντορική το ποιμαντορικό
      γενική του ποιμαντορικού της ποιμαντορικής του ποιμαντορικού
    αιτιατική τον ποιμαντορικό την ποιμαντορική το ποιμαντορικό
     κλητική ποιμαντορικέ ποιμαντορική ποιμαντορικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποιμαντορικοί οι ποιμαντορικές τα ποιμαντορικά
      γενική των ποιμαντορικών των ποιμαντορικών των ποιμαντορικών
    αιτιατική τους ποιμαντορικούς τις ποιμαντορικές τα ποιμαντορικά
     κλητική ποιμαντορικοί ποιμαντορικές ποιμαντορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ποιμαντορικός < ποιμαντορία + -ικός

Επίθετο

ποιμαντορικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.