παστάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παστάδα οι παστάδες
      γενική της παστάδας των παστάδων
    αιτιατική την παστάδα τις παστάδες
     κλητική παστάδα παστάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παστάδα < αρχαία ελληνική παστάς, αιτιατική παστάδα[1] (προπύλαια, περιστύλιο & θάλαμος). Η σημασία «νυφικό δωμάτιο», από τους ελληνιστικούς χρόνους[2]

Ουσιαστικό

παστάδα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. παστάδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

παστάδα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.