υγράλατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υγράλατος η υγράλατη το υγράλατο
      γενική του υγράλατου της υγράλατης του υγράλατου
    αιτιατική τον υγράλατο την υγράλατη το υγράλατο
     κλητική υγράλατε υγράλατη υγράλατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υγράλατοι οι υγράλατες τα υγράλατα
      γενική των υγράλατων των υγράλατων των υγράλατων
    αιτιατική τους υγράλατους τις υγράλατες τα υγράλατα
     κλητική υγράλατοι υγράλατες υγράλατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υγράλατος < υγρός + αλάτι + -ος

Επίθετο

υγράλατος, -η, -ο

  • (γαστρονομία) που διατηρείται σε υγρή άλμη
     συνώνυμα: παστός, αλίπαστος
    Στη λαϊκή, στη Βαρβάκειο Κεντρική Αγορά, στα μαγαζιά με παραδοσιακά προϊόντα και στις ειδικές προθήκες που στήνουν τα μεγάλα σουπερμάρκετ εν όψει των ημερών, θα βρείτε υγράλατο μπακαλιάρο. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.