αλίπαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλίπαστος η αλίπαστη το αλίπαστο
      γενική του αλίπαστου της αλίπαστης του αλίπαστου
    αιτιατική τον αλίπαστο την αλίπαστη το αλίπαστο
     κλητική αλίπαστε αλίπαστη αλίπαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλίπαστοι οι αλίπαστες τα αλίπαστα
      γενική των αλίπαστων των αλίπαστων των αλίπαστων
    αιτιατική τους αλίπαστους τις αλίπαστες τα αλίπαστα
     κλητική αλίπαστοι αλίπαστες αλίπαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

  1. αλίπαστος < αρχαία ελληνική ἁλίπαστος
  2. αλίπαστος < αλίπαντος

Επίθετο

αλίπαστος

  1. που διατηρείται σε άλμη
     συνώνυμα: παστός, παστωμένος, υγράλατος
     αντώνυμα: άπαστος, απάστωτος
  2. που δεν έχει λιπανθεί
     συνώνυμα: αλίπαντος
     αντώνυμα: λιπασμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.