παροξυμμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παροξυμμένος η παροξυμμένη το παροξυμμένο
      γενική του παροξυμμένου της παροξυμμένης του παροξυμμένου
    αιτιατική τον παροξυμμένο την παροξυμμένη το παροξυμμένο
     κλητική παροξυμμένε παροξυμμένη παροξυμμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παροξυμμένοι οι παροξυμμένες τα παροξυμμένα
      γενική των παροξυμμένων των παροξυμμένων των παροξυμμένων
    αιτιατική τους παροξυμμένους τις παροξυμμένες τα παροξυμμένα
     κλητική παροξυμμένοι παροξυμμένες παροξυμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παροξυμμένος < αρχαία ελληνική παροξυμμένος[1], μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παροξύνω[1] < παρά + ὀξύνω < ὀξύς

Μετοχή

παροξυμμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

  1. παροξύνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.