παροξύνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παροξύνω < αρχαία ελληνική παροξύνω < παρά + ὀξύνω < ὀξύς
Ρήμα
παροξύνω (παθητική φωνή: παροξύνομαι)
- οξύνω σε μεγαλύτερο βαθμό
- (ειδικότερα) επιμένω σε μια πράξη που χειροτερεύει την κατάσταση
- (ειδικότερα) χειροτερεύω ερεθισμό
Συγγενικά
- παροξυμμένος
- παρόξυνση
- παροξυντικός
- παροξυσμικός
- παροξυσμός
- → δείτε τις λέξεις παρά, οξύνω και οξύς
Μεταφράσεις
παροξύνω
|
|
Ετυμολογία
- παροξύνω < ελληνιστική κοινή παροξύνω (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική παροξύνω < παρά + ὀξύνω < ὀξύς
Ρήμα
παροξύνω (παθητική φωνή: παροξύνομαι)
- (γραμματική) θέτω οξεία (κι όχι περισπωμένη στην παραλήγουσα) μιας λέξης
- (γραμματική) για λέξη γραμμένη στο μονοτονικό σύστημα που τονίζεται στην παραλήγουσα
Μεταφράσεις
παροξύνω
|
|
Πηγές
- παροξύνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- παροξύνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- παροξύνω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.