παρενέργεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρενέργεια οι παρενέργειες
      γενική της παρενέργειας των παρενεργειών
    αιτιατική την παρενέργεια τις παρενέργειες
     κλητική παρενέργεια παρενέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρενέργεια < παρ- + ενέργεια, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Nebenwirkung

Ουσιαστικό

παρενέργεια θηλυκό

  1. (ειδικότερα) πρόσθετη ανεπιθύμητη επίδραση φαρμακευτικής ουσίας ή σκευάσματος στον οργανισμό ατόμων όταν το χρησιμοποιούν
  2. (συνεκδοχικά) αρνητική συνέπεια κάποιου γεγονότος ή κάποιας ενέργειας
  3. (επιστήμη υπολογιστών) η μεταβολή στο σύστημα που προκαλείται από μία συνάρτηση ή έκφραση μετά την ολοκλήρωση της λειτουργίας της, που μπορεί να είναι επιθυμητή ή να δυσκολεύει τον σχεδιασμό του προγράμματος.[1]
    Εξ ορισμού οι καθαρές συναρτήσεις δεν έχουν παρενέργειες σε αντίθεση με τις μη καθαρές.
    Συνάρτηση που καλείται με αναφορά (call-by-reference), έχει παρενέργειες γιατί μεταβάλει τιμές σε θέσεις μνήμης, που μπορεί να είναι και το επιθυμητό.
    Δείτε επίσης: παρενέργεια (υπολογιστές) στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. (αγγλικά) Increment/decrement operators, and side effects, προσπέλαση 2019-12-22
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.