μεσολαβητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεσολαβητικός | η | μεσολαβητική | το | μεσολαβητικό |
| γενική | του | μεσολαβητικού | της | μεσολαβητικής | του | μεσολαβητικού |
| αιτιατική | τον | μεσολαβητικό | τη | μεσολαβητική | το | μεσολαβητικό |
| κλητική | μεσολαβητικέ | μεσολαβητική | μεσολαβητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεσολαβητικοί | οι | μεσολαβητικές | τα | μεσολαβητικά |
| γενική | των | μεσολαβητικών | των | μεσολαβητικών | των | μεσολαβητικών |
| αιτιατική | τους | μεσολαβητικούς | τις | μεσολαβητικές | τα | μεσολαβητικά |
| κλητική | μεσολαβητικοί | μεσολαβητικές | μεσολαβητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεσολαβητικός < μεσολαβητ(ής) + -ικός[1]
Μεταφράσεις
μεσολαβητικός
|
|
Αναφορές
- μεσολαβητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.