παρεκτείνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παρεκτείνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παρεκτείνω. Συγχρονικά αναλύεται σε παρ- + εκτείνω (εκ- + τείνω).

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾeˈkti.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρεκτείνω

Ρήμα

παρεκτείνω, πρτ.: παρεξέτεινα, αόρ.: παρεξέτεινα, παθ.φωνή: παρεκτείνομαι, π.αόρ.: παρεκτάθηκα, μτχ.π.π.: παρεκτεταμένος

Συγγενικά

  • παρέκταση
  • παρεκτεταμένη ρίζα (γλωσσολογία)
  • παρεκτεταμένος

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

παρεκτείνω < παρ- + ἐκτείνω (ἐκ- + τείνω)

Ρήμα

παρεκτείνω (ελληνιστική κοινή)

  1. εκτείνω σε γραμμή ένα στρατιωτικό σώμα
  2. (κυριολεκτικά και μεταφορικά) επεκτείνω, παρεκτείνω (νέα ελληνικά)

Συνώνυμα

  • παρεκτανύω

Συγγενικά

  • ἀντιπαρέκτασις
  • ἀντιπαρεκτείνομαι
  • παρέκτασις
  • παρεκτατέον
  • συμπαρεκτείνω

 και δείτε τη λέξη τείνω

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.