παρέκταση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρέκταση οι παρεκτάσεις
      γενική της παρέκτασης* των παρεκτάσεων
    αιτιατική την παρέκταση τις παρεκτάσεις
     κλητική παρέκταση παρεκτάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρεκτάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρέκταση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παρέκτα(σις)[1] + -ση < παρεκτείνω. Αναλύεται σε παρ- + έκταση.

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈɾe.kta.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρέκταση

Ουσιαστικό

παρέκταση θηλυκό

  1. το αποτέλεσμα του παρεκτείνω, η αύξηση της έκτασης
     συνώνυμα: επέκταση
  2. (γραμματική) η προσθήκη μιας συλλαβής, είτε με προσθήκη, είτε με επένθεση
    το «εχάρηκε» είναι άλλος τύπος του «εχάρη» με την προσθήκη της παρέκτασης του -κε

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.