παραφράζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παραφράζω < ελληνιστική κοινή παραφράζω < παρά + αρχαία ελληνική φράζω

Ρήμα

παραφράζω

  1. λέω κάτι με διαφορετικά λόγια, αλλάζω εκφράσεις για ποικιλία ή από σκοπιμότητα (για να κάνω κάτι πιο αμβλύ ή πιο οξύ κ.λπ.)
  2. μεταφράζω ελεύθερα, αποδίδω κάτι χωρίς να μεταφράζω κατά λέξη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

παραφράζω < φραδή < φράζω (συγγενές της φράσης και διάφορο του φράσσω/φράττω και του φραγμού)

Ρήμα

παραφράζω

  • ό,τι και στη νεοελληνική, δηλαδή λέω κάτι με διαφορετικό τρόπο, το εξηγώ με άλλα λόγια

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.