παράφραση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παράφραση οι παραφράσεις
      γενική της παράφρασης* των παραφράσεων
    αιτιατική την παράφραση τις παραφράσεις
     κλητική παράφραση παραφράσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραφράσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παράφραση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

παράφραση θηλυκό

  1. η διατύπωση με άλλες λέξεις μιας φράσης, έτσι ώστε να εξυπηρετεί δικές μου εκφραστικές ανάγκες
  2. μικροαπόκλιση από το αρχικό νόημα φράσης για να εξυπηρετεί νέες ανάγκες, ήπια παραποίηση
  3. (μουσική) ελεύθερη εκτέλεση πρωτότυπου κομματιού, διασκευή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.